| λήμμα:> | χεσίδι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από το ρήμα χέζω (σημασία "βρίζω"). Η λέξη καταγράφεται στο "Λεξικό της πιάτσας" του Ζάχου (1981) με τις σημασίες "υβρεολόγιο" και "αυστηρή παρατήρηση". |
| σημασία: | Το βρισίδι, το βρίσιμο. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ο μπούλης κάτι ήξερε και την κοπάνησε, θα άκουγε τα χεσίδια στο ecofin με τα παραποιημένα στοιχεία. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 09:30:44 AM |
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |