| λήμμα:> | χιώνω |
| μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από το γράμμα χι και το επίθημα -ώνω, ως απόδοση του νοήματος της φράσης "ρίχνω χι". |
| σημασία: | Διαγράφω, απορρίπτω κάποιον ή κάτι.
|
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | ρίχνω άκυρο, ρίχνω χι
|
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Την τελευταία μέρα με χίωσε ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΑΤΑ. Ενώ ήμασταν μια χαρά. μιλούσαμε. γελούσαμε. κομπλέ, σε κάποια φάση -εγώ ήμουν λιώμα εντωμεταξύ- γυρνάω και του λέω πάμε μια βόλτα γιατί δεν αισθάνομαι καλά και μου αρνείται. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 09:47:16 AM |
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |