| λήμμα:> | χλέμπουρας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Ίσως από τη λέξη χλέπα (= φλέμα, φτύσιμο). |
| σημασία: | Ο βρομιάρης. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | μπίχλας, μπιχλιάρης, τυροβρομίκουλας |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Τι ρωτάς, κοριτσάκι μου, τον κάθε χλέμπουρα και πικραμένο να σου πει; Θα γίνεις ωραία αν σ' το πει κανένας σπυριάρης έφηβος από το Ιλλινόις που κάνει μπάνιο μια φορά το μήνα και το παίζει όλη μέρα; |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 09:49:58 AM |
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |