 
| λήμμα:> | χοροπηδάδικο, το | 
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό | 
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό | 
| ετυμολογία: | Από τη λέξη χοροπηδάω και το επίθημα -άδικο. | 
| σημασία: | Είδος κέντρου νυχτερινής διασκέδασης που χαρακτηρίζεται συνήθως από μικρό χώρο και δυνατή μουσική. | 
| θεματική κατηγορία: | - | 
| συνώνυμα: | - | 
| αντίθετα: | - | 
| παραδείγματα χρήσης: | Ο έμπειρος μπάκουρος έχει δυο στέκια : Το ένα είναι -όπως έγραψε και ο προλαλήσας συνάδελφος- εκεί όπου μαζεύονται γατούλια (και πάμε για καμάκια), συνήθως κάτι σαν χοροπηδάδικο της μοδός. | 
| προέλευση: | 
 | 
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - | 
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 09:59:00 AM | 
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |