| λήμμα:> | χύμας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη χύμα. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο που "είναι χύμα", χωρίς συγκρότηση και λογική σ' αυτά που κάνει. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Έχω την αίσθηση πως μου βγαίνει το όνομα ότι είμαι χύμας και κάνω ό,τι να 'ναι διατροφή. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Μετάπλαση (conversion) από επίρρημα σε ουσιαστικό. |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 10:09:53 AM |
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |