λήμμα:> | ψαγμενιά, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη μετοχή ψαγμένος του ρήματος ψάχνω. |
σημασία: | Το να είναι κάτι "ψαγμένο", κυρίως σε επίπεδο εσωτερικής αναζήτησης (κυρίως με ειρωνική χροιά). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Βλέπεις το american status στην βλάχικη Ελλάδα περνάει εύκολα και ό,τι σαβούρα κυκλοφορεί έξω εμείς την παίρνουμε και την κάνουμε ψαγμενιά. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 10:11:32 AM |
συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |