λήμμα:> | ψοφιμίλα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη ψοφίμι και το επίθημα -ίλα. |
σημασία: | Κατάσταση πλήρους αδράνειας και έλλειψης ενέργειας.
|
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εσάς που σκοτώσατε το παιδί μέσα σας σας καταλαβαίνουμε απ' την ψοφιμίλα που αναδίδει η σκέψη σας! |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 10:16:31 AM |
συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |