λήμμα:> | ψωλαρία, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη ψωλή και το επίθημα -αρία. |
σημασία: | Μέρος που είναι γεμάτο άντρες. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | αρχιδόκαμπος, καψιμί |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Στοίχημα πως θα γίνεται τέτοια ψωλοπαρέλαση, τέτοια ψωλαρία, που μάλλον gay club θα γίνει εκεί μέσα. |
προέλευση: | greekfoot.com |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 10:26:10 AM |
συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |