| λήμμα:> | ψωλιάζω |
| μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη ψωλή και το επίθημα -ιάζω. |
| σημασία: | Με μεταφορική έννοια "γαμάω". |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | 13-6 μας ψώλιασε η Ηλιούπολη, που όπως προείπα πάει για άνοδο... |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 10:28:18 AM |
| συγγραφέας: | Φουρνoγεράκη Θεώνη |