| λήμμα:> | γαμάει και σπέρνει |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Παραλλαγή της φράσης γαμάει και δέρνει. Σπάνια η εμφάνιση στο γ΄ πληθ. "γαμάνε και σπέρνουν". |
| σημασία: | Λέγεται για κάποιον ή κάτι εντυπωσιακό, εκπληκτικό.
|
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | γαμάει μάνες
|
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | 1) Μαλάκες, έμεινα μαλάκας. Το κομμάτι γαμάει και σπέρνει άγρια. 2) Πράγμα που με κάνει να συμπεράνω -ενδεχομένως και λάθος- πως το ποσοστό αυτών που 'χουν διοριστεί χύμα από μπάρμπα στην Κορώνη γαμάει και σπέρνει. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Παρωνυμικός σχηματισμός κατά το "γαμάει και δέρνει". |
| γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 20:00:33 PM |
| συγγραφέας: | ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ |