ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  μαβλάκας, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Άκλιτο
ετυμολογία:  Από συμφυρμό των λέξεων μαλάκας και βλάκας.
σημασία:  Χαρακτηρισμός για άτομο που είναι βλάκας σε μεγάλο βαθμό ή κοινώς μαλάκας
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  βλακαμάς, βλακόβλακας, ζάβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μπετόβλακας, παπαρομαλάκας, τριμάλαξ
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Είναι θλιβερό να τσακώνεστε γι' αυτό το ματς, νιώθω ήδη μαβλάκας που έχασα 90 τόσα λεπτά απ' τη ζωή μου να βλέπω αυτό το ρεσιτάλ ...
προέλευση:  freestuff.gr
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  Φαινόμενο συμφυρμού (blending).
γράφτηκε στη βάση:  04-05-2014 12:54:30 PM
συγγραφέας:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ μ - Μ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.223.114.142