λήμμα:> | κονέδια, τα |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κονέ (= μέσο, γνωριμίες, που προέρχεται από την αγγλική connection ή τη γαλλική connaissance) και το επίθημα -(ά)δια. |
σημασία: | Δηλώνει τις κοινωνικές γνωριμίες και τα μέσα που διαθέτει ένα άτομο, τα οποία τον βοηθούν στην ανέλιξη της κοινωνικής και οικονομικής του κατάστασης. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Όλοι όσοι έχω γνωρίσει να αντιτίθενται στις εξετάσεις, όλοι μηδενός εξαιρουμένου, είναι αυτοί που έχουν τα διδακτορικά τους με τα κονέδια τους και τις άκρες τους. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 14:51:23 PM |
συγγραφέας: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |