λήμμα:> | κοντράδικος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κόντρα και το επίθημα -άδικος. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για οχήματα και μέρη οχημάτων που είναι κατάλληλα για αγώνες ταχύτητας (κόντρες) ή για τοποθεσίες όπου πραγματοποιούνται συνήθως ανεπίσημοι αγώνες ταχύτητας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Για να αγοράσεις ένα κοντράδικο αμάξι μεταχειρισμένο χρειάζεσαι τουλάχιστον 16.000 ευρώ. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 15:02:30 PM |
συγγραφέας: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |