λήμμα:> | κοντράκιας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κόντρα και το επίθημα -άκιας. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που συμμετέχει σε ανεπίσημους αγώνες ταχύτητας και επιδίδεται στις «κόντρες». |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Άμα δεν τον βλέπει η γκόμενα να τον «θαυμάσει», δε γουστάρει ο κοντράκιας. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 15:05:18 PM |
συγγραφέας: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |