λήμμα:> | κουλάτος, -η, -ο |
μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κουλ (αγγλ. cool) και το επίθημα -άτος. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για κάποιον που είναι άνετος, κουλ και ψύχραιμος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Παλικάρια, ο κουλάτος βάζει τόνους όταν γράφει! |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 15:31:18 PM |
συγγραφέας: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |