λήμμα:> | παθαίνω κοκομπλόκο |
μέρος του λόγου:> | Φράση |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη cockblock (= μπλοκάρισμα του πέους). |
σημασία: | Παθαίνω μπλακάουτ, παθαίνω πλάκα.
|
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Σχώρα με, παθαίνω κοκομπλόκο με αυτά που σκέφτομαι τώρα, ξέρεις. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 15:41:32 PM |
συγγραφέας: | Θεοδωροπούλου Αθηνά |