| λήμμα:> | παίζω κλαρίνο |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Σημαίνει το στοματικό σεξ. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | παίζω φλαμπούτσο |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Είπε ότι ξέρει να παίζει βιολί. Εγώ θα έπαιρνα όρκο ότι ξέρει να παίζει και κλαρίνο και ας μην το λέει. |
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 15:46:28 PM |
| συγγραφέας: | Θεοδωροπούλου Αθηνά |