λήμμα:> | κωλολέει |
μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από το α΄ συνθετικό κωλο- (λέξη "κώλος") που δηλώνει επίταση και το ρήμα λέω. |
σημασία: | Όταν κάποια κατάσταση ή κάποιο πράγμα κτλ. είναι εξαιρετικό, υπέροχο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Δοκιμάστε τη νέα Lithuanian Vodka με γεύση καραμέλα. Την πέτυχα στο Thrubi στις Σπέτσες και κωλολέει, ειδικά σαν σφηνάκι. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:09:38 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |