λήμμα:> | κωλοσχισμή, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις κώλος και σχισμή. |
σημασία: | Χρησιμοποιείται συνήθως για κοπέλες και δηλώνει την εσοχή ανάμεσα στα κωλομέρια τους. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | κωλοχαράδρα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ένα κολάν όχι συνηθισμένο, αλλά από αυτά που εφαρμόζουν μέσα στην κωλοσχισμή. |
προέλευση: | to-rimadi.pblogs.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:11:45 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |