λήμμα:> | κωλοτούμπας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη κωλοτούμπα. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομα που αλλάζουν συνεχώς απόψεις (κυρίως αποδίδεται σε πολιτικούς). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Πανικός έγινε στη σελίδα του κωλοτούμπα υπουργού !!! Συνεχής βομβαρδισμός από ειρωνικά σχόλια. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Μετάπλαση (conversion) από ουσιαστικό θηλυκού γένους σε ουσιαστικό αρσενικού γένους. |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:19:29 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |