λήμμα:> | κωλοχαράδρα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις κώλος και χαράδρα. |
σημασία: | Χρησιμοποιείται συνήθως για κοπέλες και δηλώνει την εσοχή ανάμεσα στα κωλομέρια τους. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | κωλοσχισμή |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Δείξε του το ντεκολτέ σου. Αν είσαι όμως άβυζη, δείξε του την κωλοχαράδρα σου. Αν είσαι και άκωλη, δεν έχω άλλες ιδέες. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:25:10 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |