ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  κωλόψαρο, το
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από το α΄ συνθετικό κωλο- (κώλος) και τη λέξη ψάρι (με τη σημασία "νεοσύλλεκτος").
σημασία:  Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε νεοσύλλεκτο φαντάρο.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  νέοπας, νεούδι, ποντικαράς, ψάρακλας
αντίθετα:  λέουρας, παλαίουρας
παραδείγματα χρήσης:  

Θα πήξεις, κωλόψαρο, για αυτό και πάρε ένα psp μαζί σου για τις δύσκολες ώρες στη σκοπιά.

προέλευση:  

streetbassclub.gr

 

 

 

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  04-05-2014 16:27:42 PM
συγγραφέας:  ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ κ - Κ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.149.29.190