λήμμα:> | λαπ(ι)τόπι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη λάπτοπ (αγγλικά laptop). |
σημασία: | Το λάπτοπ, ο φορητός υπολογιστής. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Το λαπιτόπι μου δεν έχει κάρτα γραφικών (Onboard είναι), ακόμα και το COD 4 το παίζει με τα 1000 ζόρια. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Εκλαΐκευση ξενικού όρου. |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:37:16 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |