| λήμμα:> | λασπωτήρας, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη λασπώνω και το επίθημα -τήρας. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κόμμωση (ίσια μακριά μαλλιά) που θυμίζει τη δεκαετία του ’80. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ερχόταν στο σχολείο μασκαρεμένος με τη στολή του σκληρού ροκά, μαύρο τζιν κολάν, βρώμικες αρβύλες, μπλούζα Metallica και μαλλί με χαίτη λασπωτήρα ολίγον απο άλουστο. |
| προέλευση: | ahandfullofhandicrafts.blogspot.gr
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 16:48:30 PM |
| συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |