λήμμα:> | λίνκι, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη link (= σύνδεσμος). |
σημασία: | Σύνδεσμος στο Ίντερνετ, διαδικτυακός σύνδεσμος |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Βάλε κανένα λίνκι για online παραγγελίες για εμάς τους απομακρυσμένους. |
προέλευση: | tokeratomoytotragio.blogspot.gr
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 17:11:29 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |