λήμμα:> | λολ/lol/LOL |
μέρος του λόγου:> | Επίρρημα |
κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη LOL που είναι τα αρχικά της φράσης Laughing Out Loud και σημαίνει "γελάω δυνατά". |
σημασία: | Χρησιμοποιείται ως αντίδραση σε κάτι αστείο. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ο σεβασμός κύριε Υπουργέ (λολ) του Πολιτισμού (ξανά λολ)...είναι κάτι που κερδίζεται. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 17:21:23 PM |
συγγραφέας: | ΦΡΑΓΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ |