λήμμα:> | κυριλογκόμενα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις κυριλέ και γκόμενα. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για γυναίκα που ντύνεται και συμπεριφέρεται "κυριλέ". |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Εμένα πάντως πιο πολλά καμάκια έχω παρατηρήσει να μου κάνουν όταν φοράω φόρμα παρά όταν είμαι κυριλογκόμενα. |
προέλευση: |
|
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 04-05-2014 21:45:09 PM |
συγγραφέας: | ΚΩΣΤΑΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ |