λήμμα:> | θεόμπαζο, το |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από το πρόθημα θεο- (με επιτατική λειτουργία) και τη λέξη μπάζο. |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ άσχημη γυναίκα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | μπαζόλα, μπαζόμπαζο, μπαλότσα, παντζούρω, πατόλα, πατσόλα, σαύρα |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Όταν ακούω όπερα, μου έρχεται στο μυαλό μια χοντρή, ένα θεόμπαζο και μισό. |
προέλευση: | hiphop.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 13:26:34 PM |
συγγραφέας: | Στόγιακ Αντζελα |