λήμμα:> | μαβλακεία, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από συμφυρμό των λέξεων μαλακία και βλακεία: μα(λακία) + βλακεία. |
σημασία: | Βλακεία σε υπερθετικό βαθμό. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Είδα το Takers. Η απόλυτη μαβλακεία. Μην το δείτε για κανένα λόγο.
|
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:11:17 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |