λήμμα:> | μαλακοβιόλης, ο, μαλακοβιόλα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις μαλάκας και βιολί (φράση "το ίδιο βιολί"), κατά το "χαζοβιόλης/χαζοβιόλα". |
σημασία: | Χαρακτηρισμός για άτομο που δείχνει ηλιθιότητα (ή/και αφέλεια). |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Όταν σου κάνει νερά για πολύ καιρό, ή δεν ενδιαφέρεται καθόλου ή είναι μαλακοβιόλης. |
προέλευση: | whatmakesmeabitchvol2.blogspot.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 18:23:09 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |