λήμμα:> | μιλφάρα, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από την αγγλική λέξη milf [αρκτικόλεξο m.i.l.f. = μητέρα (mother) που θα μου άρεσε (I’d love) να γαμήσω (to fuck)] και το επίθημα -άρα. |
σημασία: | Μητέρα (ή κατ’ επέκταση γυναίκα) που παρά τη σχετικά προχωρημένη ηλικία της διατηρεί την ελκυστικότητά της σεξουαλικά. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μετά την Πόπη Τσαπανίδου και την Μαρία Μπακοδήμου είναι η μεγαλύτερη μιλφάρα (η Τζένη Μπαλατσινού). |
προέλευση: | gossip-tv.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Υβριδικός σχηματισμός. |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 19:08:41 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |