λήμμα:> | μονιμάς, ο, μονιμού, η |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη μόνιμος και το επίθημα -άς/-ού. |
σημασία: | Ο μόνιμος ή η μόνιμη (υπ)αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | 1) Από clubbing τζίφος, η μονιμού κοιτάει μόνο από τον αγκώνα και κάτω.
2) Απλά εγώ ρώτησα έναν μονιμά στο Πεύκο και μου είπε για 17μηνο, γιατί δε νομίζω πως άλλαξε κάτι στο χρόνο θητείας των Ειδικών Δυνάμεων. |
προέλευση: | |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 05-05-2014 22:50:54 PM |
συγγραφέας: | Μαγιώνος Γεώργιος |