| λήμμα:> | κρεμα(ν)τζόλια, τα |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από το ρήμα κρεμάω. Πιθανόν σχετίζεται με τη λέξη κρεμανταλάς (κρεμ[άω] + μανταλ[άκια]). |
| σημασία: | Οι όρχεις, τα αρχίδια. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | καμπανέλια, κλαμπάνια, κοκόβια |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ο Πακιστανός νούμερο 2 σε γράφει και αυτός στα κρεματζόλια του και αρχίζει να καθαρίζει μπρος πίσω με μαύρο νερό ενώ εσύ αρχίζεις να βρίζεις χαμηλόφωνα. |
| προέλευση: | mpournouzopetseta.wordpress.com
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 16:19:27 PM |
| συγγραφέας: | Δημητροπούλου Παναγιώτα |