| λήμμα:> | μπαραλία, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από συμφυρμό των λέξεων μπαρ και παραλία. |
| σημασία: | Η παραλία που έχει μπαρ, δυνατή μουσική κτλ. και είναι πόλος έλξης κυρίως για νεαρές ηλικίες. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Μαύρη κοτρόνα θα ρίξουν πίσω τους οδεύοντας προς Μυτιλήνη και αράζοντας στην μπαραλία, άλλοτε πίνοντας μπίρες και τρώγοντας μεζέδες και άλλοτε κάνοντας μπάνιο! |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο συμφυρμού (blending). |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 22:10:49 PM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |