| λήμμα:> | μπιλντέρι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από την αγγλική (body) builder (μπίλντερ). |
| σημασία: | Υπερβολικά γυμνασμένος, λόγω της ενασχόλησής του με το body building. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | μπρατσόνι, σφίχτερμαν, σφίχτης, τουμπανέιρο, τουμπανιάρης, τούμπανο, φουσκωτός, χτιστός |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Δε θέλω να γίνω μπιλντέρι, να κάνω τεράστια μπράτσα και τα λοιπά. Θέλω να αποκτήσω, σιγά σιγά βέβαια, μια υποτυπώδη γράμμωση. |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 22:34:59 PM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |