| λήμμα:> | μπουζουκλερί, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Άκλιτο |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη μπουζούκι και το γαλλικό επίθημα -ερί, κατά τα "κρεπερί", "ουζερί". |
| σημασία: | Πιο εκλεπτυσμένος, αλλά με έκδηλη ειρωνική χροιά, τρόπος αναφοράς σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης (μπουζούκια). |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Στο συγκεκριμένο μαγαζί είχα να πάω γύρω στον ένα χρόνο και δυστυχώς η νοοτροπία του μαγαζιού από ποιοτική μουσική έχει καταντήσει μπουζουκλερί! |
| προέλευση: | |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 06-05-2014 23:25:59 PM |
| συγγραφέας: | ΜΠΑΪΛΗ ΗΛΙΑΝΑ |