| λήμμα:> | πακετώνω |
| μέρος του λόγου:> | Ρήμα |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη πακέτο και το επίθημα -ώνω. |
| σημασία: | Κάνω κάποιον να "φάει πακέτο", να βρεθεί σε πολύ δυσάρεστη ή δύσκολη κατάσταση.
|
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Προφανώς η καθυστέρηση των αποτελεσμάτων ήταν και είναι θέμα που κάθε χρόνο μας πακετώνει όλους.
|
| προέλευση: |
|
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 07:42:16 AM |
| συγγραφέας: | ΚΑΖΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ |