λήμμα:> | παπαρομαλάκας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τις λέξεις παπάρι και μαλάκας. |
σημασία: | Σε υπερθετικό βαθμό μαλάκας. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | βλακαμάς, βλακόβλακας, ζάβλακας, ζώγγολο, λακαμάς, μαβλάκας, μπετόβλακας, τριμάλαξ |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Ξέρεις, έχω βαρεθεί να ακούω για τα καλά και ωφέλιμα προσχήματα που χρησιμεύουν για να γίνονται τα εγκλήματα που σκέφτεται ο κάθε παπαρομαλάκας. |
προέλευση: | www.phorum.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 08:14:26 AM |
συγγραφέας: | ΚΑΖΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ |