| λήμμα:> | παρακμίλα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη παρακμή και το επίθημα -ίλα. |
| σημασία: | Το να παρακμάζει κάτι, να είναι σε κατάσταση παρακμής. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Η Αμερική έχει αρχίσει να βρωμά παρακμίλα. |
| προέλευση: | phorum.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 08:18:21 AM |
| συγγραφέας: | ΚΑΖΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ |