| λήμμα:> | σαυρίδι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη σαύρα και το επίθημα -ίδι. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για πολύ χαμηλωμένο αυτοκίνητο, το οποίο μοιάζει να σέρνεται στο έδαφος, όπως η σαύρα. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | σαύρα |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Σαυρίδι φαίνεται όταν είναι παρκαρισμένο και ο ένας τροχός είναι μέσα στο χαντάκι. |
| προέλευση: | mymx5.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 30-04-2014 21:34:11 PM |
| συγγραφέας: | Σαλούστρου Βασιλική |