| λήμμα:> | καβουροτσέπης, ο |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τις λέξεις καβούρι και τσέπη (φράση "έχει καβούρια στην τσέπη" = είναι πολύ τσιγκούνης). |
| σημασία: | Τσιγκούνης, σπαγκοραμμένος. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | ματζίρης |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Προσωπικά, επειδή ξέρω ότι είναι ματζίρης, καβουροτσέπης, Εβραιοσκοτσέζος, Σκρουτζ, επιβεβαιώνω ότι δεν θα έδινε τίποτε πέρα από τζάμπα εισιτήρια για να τον ψηφίσουν... |
| προέλευση: | erepublik.com |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 13:31:13 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |