| λήμμα:> | καγκουρεμένος, -η, -ο |
| μέρος του λόγου:> | Επίθετο |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Επιθετοποιημένη μετοχή του ρήματος καγκουρεύω. |
| σημασία: | Χαρακτηρισμός για μηχανή, αυτοκίνητο ή υπολογιστή που έχει υποστεί επεξεργασία από τον ιδιοκτήτη του έτσι ώστε να ξεχωρίζει και να τραβάει την προσοχή. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | κανιβαλισμένος |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Ο υπολογιστής του είναι τόσο καγκουρεμένος, που απαγορεύεται να βρίσκεται σε ακτίνα 1 km από αεροδρόμιο γιατί τα LEDάκια του κρύβουν τον διάδρομο προσγείωσης. |
| προέλευση: | wiggler.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 13:34:38 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |