| λήμμα:> | καθυστέρα, η |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | Από τη λέξη καθυστέρ(ηση) + -α. |
| σημασία: | Καθυστέρηση, αναβολή, αργοπορία. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Δηλαδή πιστεύετε πως ο Μήτσος ο φαναρτζής θα φάει 1000 ευρώ πρόστιμο για μια μέρα καθυστέρα και ο εφοριακός θα γυρίσει το απόεμα σπίτι του με τα πόδια; Ας γελάσω. |
| προέλευση: | panosz.wordpress.com |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 13:38:54 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |