λήμμα:> | καθυστέρας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη καθυστερ(ημένος) και κατάληξη -ας. |
σημασία: | Υπερβολικά χαζός, καθυστερημένος. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Μα καλά ποιος μαλάκας τα έγραψε τα κείμενα; Πόσο καθυστέρας μπορεί να είναι;! Έλεος!! |
προέλευση: | forum.kithara.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | Φαινόμενο αποκοπής (clipping). |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 13:39:47 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |