| λήμμα:> | καΐδι, το |
| μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Αρχικά, χρησιμοποιούνταν για τους αλκοολικούς και τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, που από την υπερβολική χρήση θεωρούνταν πως έχουν κάψει εγκεφαλικά κύτταρα. Πλέον ο όρος χαρακτηρίζει κάποιον που αφιερώνει πολλές ώρες σε μια δραστηριότητα, κυρίως βιντεοπαιχνίδια, με αποτέλεσμα να παραμελεί τις δραστηριότητες που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί σημαντικές. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | καΐλας, καμένος, κατεστραμμένος |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Τι πτυχίο να πάρει, μωρέ, το καΐδι... και σιγά τη σχολή, εγώ θα την είχα τελειώσει στα 3μισι ούτε καν 4. |
| προέλευση: | topdecker.gr |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 13:47:21 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |