ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  σαψαλώθηκα
μέρος του λόγου:  Ρήμα
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από τη λέξη σάψαλο (στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής "μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ γέρου, αδύνατου, ζαρωμένου και κυρτού", χούφταλο).
σημασία:  Αρρώστησα, τρελάθηκα, παλάβωσα, χάζεψα με κάτι ή κάποιον.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  -
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Τρελάθηκα, μου γύρισε το μυαλό! Σαψαλώθηκα. Σωραίος: Είσαι ωραίος και Σερραίος, βγαίνει και σε θηλυκό, σωραία!
προέλευση:  

issuu.com

γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  -
γράφτηκε στη βάση:  30-04-2014 21:39:11 PM
συγγραφέας:  Σαλούστρου Βασιλική

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ σ - Σ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 18.97.9.174