ONLINE ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

|Α|Β|Γ|Δ|Ε|Ζ|Η|Θ|Ι|Κ|Λ|Μ|Ν|Ξ|Ο|Π|Ρ|Σ|Τ|Υ|Φ|Χ|Ψ|Ω|*|

|A|B|C|D|E|F|G|H|I|J|K|L|M|N|O|P|Q|R|S|T|U|V|W|X|Y|Z|

 

λήμμα:  καΐλας, ο
μέρος του λόγου:  Ουσιαστικό
κλιτό/άκλιτο:  Κλιτό
ετυμολογία:  Από τη λέξη καΐλα.
σημασία:  Αρχικά, χρησιμοποιούνταν για τους αλκοολικούς και τους χρήστες ναρκωτικών ουσιών, που από την υπερβολική χρήση θεωρούνταν πως έχουν κάψει εγκεφαλικά κύτταρα. Πλέον ο όρος έχει χαρακτηρίζει κάποιον που αφιερώνει πάρα πολλές ώρες σε μια δραστηριότητα, κυρίως βιντεοπαιχνίδια, με αποτέλεσμα να παραμελεί τις δραστηριότητες που ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί σημαντικές.
θεματική κατηγορία:  -
συνώνυμα:  καΐδι, καμένος, κατεστραμμένος
αντίθετα:  -
παραδείγματα χρήσης:  Άιντε, ρε καΐλα, που μου κλαίγεσαι για τα ταπεινά Βρεττάκεια. Εσύ που δεν αφήνεις υπεραπόσταση για υπεραπόσταση, πας να μου σαμποτάρεις τον φτωχό αγωνάκο μου. Χου, ρε.
προέλευση:  forum.runningnews.gr
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός:  Μετάπλαση (conversion) από θηλυκό ουσιαστικό (η καΐλα) σε αρσενικό (ο καΐλας).
γράφτηκε στη βάση:  07-05-2014 13:54:18 PM
συγγραφέας:  Κουβάρα Ειρήνη

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ κ - Κ

 

 

 

Σχόλια από αναγνώστες

 

 
 
Μπορείτε να γράψετε εδώ το σχόλιό σας (με έκταση έως 300 χαρακτήρες)
Όνομα         e-mail (δεν θα φαίνεται) ##

 
Copyright © 2014-2024
 

 

Σύνδεση με IP: 3.145.166.223