λήμμα:> | καληνυχτάκιας, ο |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη καληνύχτα και το επίθημα -άκιας. |
σημασία: | Άντρας ο οποίος λόγω της ευγένειας και της διακριτικότητάς του θεωρείται το καλό παιδί και ο φίλος των γυναικών, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει ποτέ να ρίξει γυναίκα στο κρεβάτι μετά από ραντεβού, αντ’ αυτού εισπράττει μόνο αγκαλιά και καληνύχτα. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | - |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Κι έτσι βγαίνεις με την κολλητή σου, κάνετε ένα σωρό δραστηριότητες κι όταν φτάσει το βράδυ την πας σπίτι της λέγοντας (για άλλη μια φορά) καληνύχτα. Ναι, είσαι καληνυχτάκιας και δεν το ξέρεις. Ή το ξέρεις αλλά δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να περάσεις πίστα και να τη ρίξεις επιτέλους στο κρεβάτι σου. |
προέλευση: | tampouloukia.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 14:04:41 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |