λήμμα:> | καμπανέλια, τα |
μέρος του λόγου:> | Ουσιαστικό |
κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
ετυμολογία: | Από τη λέξη καμπάνα και το επίθημα -έλια. |
σημασία: | Οι όρχεις, τα αρχίδια. |
θεματική κατηγορία: | - |
συνώνυμα: | κλαμπάνια, κοκόβια, κρεμα(ν)τζόλια |
αντίθετα: | - |
παραδείγματα χρήσης: | Έχω μια κουρευτική μηχανή εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Στην αρχή την χρησιμοποιούσα για γένια και τα τελευταία χρόνια την χρησιμοποιώ για τριμάρισμα στα καμπανέλια (πήρα άλλη για τα γένια). |
προέλευση: | forum.mens-only.gr |
γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 14:11:07 PM |
συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |