| λήμμα:> | κάνω πατ πατ |
| μέρος του λόγου:> | Φράση |
| κλιτό/άκλιτο: | Κλιτό |
| ετυμολογία: | - |
| σημασία: | Το χάιδεμα ή ελαφρό και αγαπησιάρικο χτύπημα της παλάμης στο κεφάλι κάποιου φίλου ως ένδειξη στοργής/συμπόνιας/τρυφερότητας. |
| θεματική κατηγορία: | - |
| συνώνυμα: | - |
| αντίθετα: | - |
| παραδείγματα χρήσης: | Την γκρίνια τους πάντως δεν την αντέχω, αφού πέρασα Χριστουγεννιάτικα να κάνω πατ πατ τον 30αρη κλαψ κλαψ ταύρο, γιατί η υποτιθέμενη γκόμενα δεν απαντούσε στα μηνύματά του από το σεξμας πάρτι που είχε πάει. Κλάμα όχι αστεία. |
| προέλευση: | nagia.wordpress.com |
| γλωσσολογικός χαρακτηρισμός: | - |
| γράφτηκε στη βάση: | 07-05-2014 14:40:50 PM |
| συγγραφέας: | Κουβάρα Ειρήνη |